- βραχίονος
- βραχί̱ονος , βραχίωνarmmasc gen sgβραχύςshortgen comp sg (ionic)βραχί̱ονος , βραχύςshortgen comp sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
локоть — род. п. ктя, укр. локоть, род. п. лiктя, блр. локоць, др. русск. локъть, ст. слав. лакъть πῆχυς, род. мн. лакътъ (Супр.), болг. лакът (Младенов 269), сербохорв. ла̑кат, род. п. ла̑кта, словен. lakȃt, laktà, чеш. loket, род. п. lokte, слвц.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
мышьца — МЫШЬЦ|А1 (45), Ѣ (А) с. Предплечье, рука: самъ тъ. ѡ воли бл҃говольнѣи свою си ѡкръвавлѧѥть мышьцю. желѣзъмь прободъ. (τὸν... βραχίονα) ЖФСт XII, 124 об.; паче же и лѹкы ихъ [бесов] не съвѣдѧть. аще надѣютьсѧ лѹкомъ своимъ и мышьцею. съмѣрениѥмь … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… … Dictionary of Greek
μυώνας — ο (Α μυών) το μέρος τού σώματος όπου υπάρχουν ή συσπώνται πολλοί μύες, σύνδεσμος πολλών μυών, σαρκώδες μέρος τού σώματος (α. «όλοι οι μυώνες τού προσώπου τού ακροατού εκινήθησαν», Παπαδ. β. «ὁ δέ οἱ περὶ νεῡρα τανυσθεὶς μυὼν ἐξ ὑπάτοιο βραχίονος… … Dictionary of Greek
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
ωλλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ βραχίονος καμπή». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. θεματική αιολ. μορφή (< *ὠλν ο ς) τής λ. ὠλένη*. Ο τ. ὦλον, που παραδίδει αλλού ο Ησύχιος (βλ. λ. ὦλος), είναι ορθότερος ως προς τον τονισμό] … Dictionary of Greek
el-8, elē̆ i-, lē̆ i- — el 8, elē̆ i , lē̆ i English meaning: to bow, bend; elbow, *rainbow Deutsche Übersetzung: “biegen” Material: A. Here names position themselves at first for “elbow” and “ulna, ell”: Gk. ὠλένη “elbow”, ὠλήν, ένος ds.; ὠλέκρᾱνον… … Proto-Indo-European etymological dictionary